- βέλτερον
- βέλτεροςbettermasc acc sgβέλτεροςbetterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
βέλτερος — βέλτερος, α, ον (ποιητ.) (Α) συγκρ. του αγαθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν… … Dictionary of Greek
επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… … Dictionary of Greek
οαρίζω — ὀαρίζω (Α) (επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) 1. συνομιλώ με οικειότητα ή ερωτικά, γλυκομιλώ ή ερωτοτροπώ («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», Ομ. Ιλ.) 2. συναναστρέφομαι με οικειότητα («βέλτερον ἥματα πάντα μετ ἀθανάτοις ὀαρίζειν» … Dictionary of Greek
there’s no place like home — Cf. HESIOD Works & Days l. 365 οἴκοι βέλτερον εἶναι, there’s no place like home. 1571 T. TUSSER Husbandry (rev. ed.) H1v Though home be but homely, yet huswife is taught, That home hath no fellow to such as haue aught. 1823 J. H. PAYNE Clari I. i … Proverbs new dictionary